Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος

Ιδιαιτέρα Ανταπόκρισις «ΤΑΪΜΣ»-«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»

32' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πέντε χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης (25 Μαρτίου 1957), η οποία οδήγησε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Κοινής Αγοράς) των «6», η «Καθημερινή», σε συνεργασία με τους «Τάιμς», φιλοξενεί τέσσερις ανταποκρίσεις από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με θέμα τους το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ζήτημα αιχμής την περίοδο εκείνη ήταν το ενδεχόμενο ένταξης της Μεγάλης Βρετανίας στην Κοινή Αγορά (κάτι που έγινε μετά από δέκα χρόνια) – εξ ου και η εκτεταμένη πραγμάτευση των διάφορων παραμέτρων και των επιπτώσεων μιας τέτοιας κίνησης. Παράλληλα, οι ανταποκρίσεις παρουσιάζουν τις διαφορετικές οπτικές –αλλά και τους φόβους ή τις ενστάσεις– που διατυπώνονταν για την πορεία της Κοινής Αγοράς, τόσο από τις ηγετικές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) όσο και από τις χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), καθώς και την επίδραση αυτής της πορείας στα/και από τα γεωπολιτικά δεδομένα. Από το σύνολο των ανταποκρίσεων γίνεται ορατό από τη μια ότι η πορεία της Κοινής Αγοράς δεν θα είναι εύκολη ή ευθύγραμμη, αλλά παράλληλα ότι αποτελεί μια διαδικασία που θα προχωρήσει, αγκαλιάζοντας έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ευρωπαϊκών χωρών.

Οι απόψεις περί της ενώσεως των ευρωπαϊκών κρατών

Παρίσιοι. Μάρτιος.— Δεν διαφαίνεται καμμία άλλη λύσις –οιοσδήποτε ανασχηματισμός και αν ήθελε γίνει– εκτός της υπό του στρατηγού ντε Γκωλλ διατυπωθείσης απόψεως περί της πολιτικής ενώσεως της Ευρώπης εις μίαν ομοσπονδίαν κυρίαρχων κρατών, προθύμων να συντονίσουν την εξωτερικήν πολιτικήν των και τας αμυντικάς προετοιμασίας των διά συστηματικών συνομιλιών, αλλά υπό τον αυστηρόν νόμον της παμψηφίας. Ίσως γίνουν μερικοί συμβιβασμοί, εφ’ όσον όμως ο στρατηγός θα κυβερνά την Γαλλίαν δεν πρόκειται να γίνη καμμία παραχώρησις εις την λήψιν αποφάσεων διά πλειοψηφίας. Γνωστής ούσης της επιμονής του, δεν φαίνεται πιθανόν ότι αι συζητήσεις διά την πολιτικήν ένωσιν της Ευρώπης θα έχουν πολύ προχωρήσει μέχρι της στιγμής που η Μεγ. Βρεταννία θα ενταχθή εις την Ευρωπαϊκήν Κοινήν Αγοράν και η απόφασις αύτη δεν ημπορεί να διαχωρισθή από τας πολιτικάς συνεπείας της. Το «δόγμα ντε Γκωλλ» ή θα έχη επικρατήση των Ευρωπαίων οπαδών της ομοσπονδίας ή θα εξακολουθήση να ανθίσταται εναντίον αυτών.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-1
25 Μαρτίου 1957. Ο δήμαρχος της Ρώμης Umberto Tupini απευθύνεται στους ηγέτες των έξι ευρωπαϊκών χωρών που δημιούργησαν την ΕΟΚ (AP Photo).

Αι προϋποθέσεις αυταί φέρουν το ζήτημα εις ένα ελάχιστα οικείον φως διά τον Βρεταννόν παρατηρητήν: Διά τους Γάλλους εμπειρογνώμονας, επί παραδείγματι, θεωρείται ως ελάχιστα λογικόν να υποπτεύεται κανείς ότι η Γαλλία προσπαθεί να κρατήση την Μ. Βρεταννίαν μακράν της Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας, αφού αι ιδέαι του στρατηγού περί ενώσεως φαίνονται να είναι τόσον καλά προσηρμοσμέναι προς τας βρεταννικάς παραδόσεις και ιδέας, των οποίων πάντοτε η προσήλωσις προς την ιδέαν της Βρεταννικής Κοινοπραξίας αποτελεί το ουσιωδέστερον μέρος. Η αιφνίδια αναθεώρησις του σχεδίου Φουσέ, ιδίως διά της προσπαθείας όπως απομακρυνθούν τα σπέρματα ενδεχομένων «υπερκρατικών» παρασίτων, πιστεύεται ότι το κατέστησε ακόμη περισσότερον προσιτόν προς το βρεταννικόν πνεύμα και την βρεταννικήν νοοτροπίαν. Και όμως, κατά βάθος ίσως να μην επιθυμή να ίδη την Μεγ. Βρεταννίαν να λαμβάνη ενεργόν μέρος εις τας ευρωπαϊκάς υποθέσεις.

Το οξύμωρον όμως δεν τελειώνει εις το σημείον αυτό: Εις το γαλλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών αρχίζουν να αντιλαμβάνωνται ότι ενδέχεται ο στρατηγός ντε Γκωλλ να μη ίδη ποτέ την «Ηνωμένην Ευρώπην», όπως την οραματίζεται εκείνος, εκτός εάν μετέχη εις αυτήν και η Μ. Βρεταννία, διά να χρησιμεύση ως είδος αντιρρόπου της νέας γαλλογερμανικής συνεργασίας, η οποία, παρ’ όλον ότι κατ’ ανάγκην αποτελεί το κεντρικόν κίνητρον της ευρωπαϊκής κινήσεως, εν τούτοις εμπνέει την δυσπιστίαν και την καχυποψίαν των μικρών χωρών. Η περαιτέρω αναδίφησις του θέματος καταντά ανεξήγητος, όταν παρατηρήση κανείς ότι οι ενθερμότεροι υπερασπισταί της εντάξεως της Μ. Βρεταννίας εις την Ευρωπαϊκήν Κοινήν Αγοράν είναι συγχρόνως εκείνοι, των οποίων αι απόψεις είναι αι πλέον ακατάλληλοι διά τα βρεταννικά συστήματα.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-2
30 Ιανουαρίου 1962, Παλάτι των Ηλυσίων. Στιγμιότυπο από τη συνάντηση του προέδρου Charles de Gaulle και του πρωθυπουργού Michel Debré με αντιπροσωπεία δημάρχων της Γαλλίας (AP Photo/Babout).

Αι σχετικαί ζυμώσεις δεν έφθασαν ακόμη εις την Γαλλίαν, μέχρι του σημείου ώστε να ημπορεί κανείς ευκόλως να τας χαρακτηρίση ως «ομοσπονδιακάς» ή «συνομοσπονδιακάς». Το όλον ζήτημα αποτελεί θέμα μάλλον πολιτικού χειρισμού παρά λαϊκής συμπαθείας. Η υπό του ντε Γκωλλ οραματιζομένη ένωσις, λειτουργούσα διά της ομοφώνου ψήφου των αρχηγών των εις αυτήν εντεταγμένων κρατών, φέρει όλα τα στοιχεία ενός πολιτικού χειρισμού, παρ’ όλον ότι οι συνήγοροί της ισχυρίζονται ότι η απαιτουμένη συνεργασία και οι αναγκαίοι συμβιβασμοί διά την επίτευξιν της ομοφωνίας προσφέρουν την πλέον ρεαλιστικήν βάσιν διά το μέλλον της ευρωπαϊκής ενώσεως. Οι Γάλλοι, διά του δυναμισμού των οικονομικών κοινοπραξιών, έχουν γίνει περισσότερον «Ευρωπαίοι» παρ’ όσον εφαίνοντο να είναι, είναι όμως ταυτοχρόνως και εντόνως εθνικισταί και βλέπουν την Ευρώπην υπό το γαλλικόν πρίσμα. Μολαταύτα, τα άλλα γαλλικά πολιτικά κόμματα –εκτός της Ενώσεως διά την Νέαν Δημοκρατίαν του ντε Γκωλλ, που ουσιαστικώς δεν ημπορεί να θεωρηθή ως πολιτικόν κόμμα– υποστηρίζουν διαφόρους βαθμούς ομοσπονδιακού καθεστώτος, εξικνουμένους μέχρι της πλήρους ενσωματώσεως. Διά τα κόμματα αυτά η ντεγκωλλική άποψις της Ηνωμένης Ευρώπης δεν είναι τίποτε περισσότερον από μίαν συμμαχίαν, με όλους τους περιορισμούς και τα μειονεκτήματά της, παραδέχονται όμως ότι, επί του παρόντος τουλάχιστον, είναι προτιμωτέρα έστω και η τοιαύτη μορφή της ενώσεως, παρά καμμία ένωσις.

Δεδομένου ότι ο στρατηγός ντε Γκωλλ κατέστη ύποπτος «δολιοφθοράς», με τους χειρισμούς του και τας τροποποιήσεις που επέφερεν επί του σχεδίου Φουσέ, δεν πρέπει να μεμφθή παρά τον εαυτόν του, εάν συνετέλεσεν ώστε να μειωθή η προώθησις της κινήσεως αυτής, αφ’ ότου οι αρχηγοί των Κυβερνήσεων των εξ κρατών εζήτησαν ένα προσχέδιον διά την πολιτικήν αυτήν ένωσιν. Άπαξ κλονισθείσα η εμπιστοσύνη, δεν ανακτάται ευκόλως διά των αφθόνων διαβεβαιώσεων, εις τας οποίας προέβη ο Γερμανός καγκελλάριος δρ Αντενάουερ εις τον λόγον που εξεφώνησε εις τον Μέλανα Δρυμόν διά την απόλυτον ενότητα των υφισταμένων ευρωπαϊκών κοινοπραξιών. Εάν ο στρατηγός ντε Γκωλλ είναι τώρα πρόθυμος να δεχθή την αναγραφήν των διαβεβαιώσεων και εγγυήσεων αυτών εις την σχετικήν συνθήκην, η ενέργειά του του εξοβελισμού των από το αρχικόν σχέδιον φαίνεται ακόμη περισσότερον ύποπτος. Είναι προφανές ότι δεν επιθυμεί να αφήση την Επιτροπήν της Κοινής Αγοράς –εις την συγκρότησιν της οποίας ο ίδιος τόσον ολίγον είχε συμβάλει– να καταστή η εμβρυώδης μορφή μιας πολιτικής ενότητος.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-3
30 Ιανουαρίου 1962, Παλάτι των Ηλυσίων. Στιγμιότυπο από τη συνάντηση του προέδρου Charles de Gaulle και του πρωθυπουργού Michel Debré με αντιπροσωπεία δημάρχων της Γαλλίας (AP Photo/Babout).

Όπως φαίνεται σήμερον η κατάστασις, πιστεύεται ότι, κατόπιν συνομιλιών μεταξύ των υπουργών των Εξωτερικών, θα κατορθωθή ένα κείμενον συνθήκης επαρκώς συμβιβαστικόν, διά να υποβληθή εντός των προσεχών εβδομάδων εις την βρεταννικήν Κυβέρνησιν.

Η συντριπτική πλειονότης των Γερμανών υποστηρίζει σήμερον ολοψύχως την ιδέαν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά την διαρρεύσασαν όμως δεκαετίαν η άποψις αύτη, ως προς την μορφήν την οποίαν θα έπρεπε να προσλάβη, υπέστη μίαν καταφανή μεταβολήν.

Κατά τας αρχάς της δεκαετίας του 1950, οι θιασώται της ομοσπονδίας των «υπερεθνικών» κρατών ήσαν πολυάριθμοι και δυναμικώτατοι. Ήτο τότε η ρομαντική, η ιδεαλιστική φάσις –ιδίως μεταξύ της νέας γενεάς– όταν αι «Ηνωμέναι Πολιτείαι της Ευρώπης» εφαίνοντο ως η αυριανή πραγματικότης. Μερικαί ομάδες εξακολουθούν ακόμη να υποστηρίζουν το όραμα αυτό – Ακαδημαϊκοί, όπως ο καθηγητής Χάλλσταϊν, ή διπλωμάται, όπως ο τέως υπουργός Βαν Σέρπενμπεργκ. Αλλά και αυτοί οι ενθουσιωδέστεροι θιασώται της ενσωματώσεως, όπως τα μέλη της «Ενώσεως της Ευρώπης», έχουν μετριάσει κατά πολύ τον ενθουσιασμόν των κατά τα τελευταία έτη. Οι οπαδοί της ομοσπονδίας δεν έχουν σήμερον πλέον καμμίαν πολιτικήν ισχύν.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-4
Σελίδες της Καθημερινής στις οποίες δημοσιεύονταν οι ανταποκρίσεις για την πορεία της Κοινής Αγοράς.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-5

Μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και μεταξύ της κοινής γνώμης της χώρας, η άποψις περί ευρωπαϊκής ενότητος έχει ήδη γίνει πολύ ρεαλιστικωτέρα: Τούτο οφείλεται εν μέρει εις την αποτυχίαν που εσημείωσεν η συγκρότησις του «Ευρωπαϊκού Στρατού» ή της «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινοπραξίας», καθώς και αι δυσχέρειαι και αι καθυστερήσεις που επήλθαν εν τω μεταξύ εις τας υφισταμένας κοινοπραξίας. Σήμερον όλοι αντιλαμβάνονται ότι η Ευρώπη, όπως η Ρώμη του θρύλου, δεν ημπορεί να «κτισθή εις μίαν ημέραν» και ιδίως ότι πρέπει να οικοδομηθή αρχίζοντας από τα θεμέλια – και όχι από την στέγην. Η επιτυχία της Κοινής Αγοράς ενίσχυσε την ρεαλιστικήν άποψιν και κατέστη αντιληπτόν ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί πρόοδος προς την ευρωπαϊκή ενότητα, βαδίζοντας βήμα προς βήμα, χωρίς να προσπαθήση κανείς να την κάμη να γίνη, όπως θα προέβλεπεν, ένα τέλειον και τα πάντα προβλέπον σχέδιον.

Η πλειονότης των Γερμανών εξακολουθή να θέλη την όσο το δυνατόν στενωτέραν συνεργασίαν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ηνωμένη Ευρώπη, κατά το πρότυπον του ντε Γκωλλ, δεν είναι δι’ αυτούς μία Ηνωμένη Ευρώπη, αλλά μάλλον ένας κατά το μάλλον ή ήττον χαλαρός συνασπισμός. Ο τελικός σκοπός των εξακολουθεί να είναι κάποια ομοσπονδιακή διάρθρωσις. Αντιλαμβάνονται όμως ότι η πραγματοποίησις του σκοπού αυτού θα είναι κατ’ ανάγκην κάτι το ανώτερον, κάτι που θα είναι μεταξύ συνομοσπονδίας και μιας ακόμη χαλαρωτέρας μορφής οργανώσεως. Παραδέχονται μάλιστα ότι όσον ευρυτέρα θα είναι η βάσις της μελλοντικής αυτής Ευρώπης, δηλ. όσον περισσότεραι χώραι μετέχουν εις αυτήν, όπως π.χ. η Μ. Βρεταννία, η Νορβηγία κ.λπ., τόσον στενωτέρα θα είναι η διάρθρωσίς της, έστω και αν εν τω μεταξύ θα έχη διανύσει μίαν χαλαρωτέραν φάσιν. Τονίζεται όμως πάντοτε ότι δεν πρόκειται να γίνει καμμία οπισθοδρόμησις από τον βαθμόν συνεργασίας που επετεύχθη διά της Κοινής Αγοράς, της Κοινοπραξίας Άνθρακος και Χάλυβος και της Κοινοπραξίας Ατομικών Ερευνών (ΕΥΡΑΤΟΜ).

Μερικοί πολιτικοί ηγέται τονίζουν ότι η σημερινή επιφυλακτικωτέρα ενατένισις της Ηνωμένης Ευρώπης γίνεται τόσον ευρέως αποδεκτή και η επίτευξις του τελικού στόχου θεωρείται τόσον εξησφαλισμένη, ώστε η κοινή γνώμη δεικνύει μίαν αδιαφορίαν διά το θέμα τούτο. Οι πολίται αρκούνται να αφίνουν το ζήτημα εις χείρας της Κυβερνήσεως, όταν μάλιστα βλέπουν ότι η Κοινή Αγορά λειτουργεί κανονικά και τα πράγματα κινούνται προς την ορθήν κατεύθυνσιν.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-6
Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-7

Μολαταύτα, δεν είναι ως συνέπεια του θριάμβου της ρεαλιστικής απόψεως επί της ακαδημαϊκής, που η πίστις επί την εθνικήν κυριαρχίαν ή τον εθνικισμόν έχει ενισχυθή εις την Δ. Γερμανίαν. Οι Γερμανοί έχουν απαυδήσει να είναι ένα έθνος με ιστορικόν ρόλον: Αντιλαμβάνονται ότι υπό τας σημερινάς συνθήκας η Γερμανία δεν ημπορεί να έχει ιδίαν πολιτικήν ή οικονομικήν υπόστασιν. Οι ηγέται της βιομηχανικής κινήσεώς της είναι φανατικοί οπαδοί της Ηνωμένης Ευρώπης. Η αύξησις της δυνάμεως του Ελευθέρου Δημοκρατικού Κόμματος, με τας φιλελευθέρας εθνικιστικάς τάσεις του, κατά τας εκλογάς του παρελθόντος Σεπτεμβρίου δεν πρέπει να θεωρήται ως ενδεικτική: δεν επέτυχεν ευρυτέραν λαϊκήν υποστήριξιν, ακριβώς διότι εφαίνοντο υπερβολικά εθνικιστικών τάσεων. Η υποστήριξις, της οποίας έτυχεν, ήτο μάλλον ένα είδος διαμαρτυρίας εναντίον ωρισμένων απόψεων της πολιτικής του Δρος Αντενάουερ.

Η Καθημερινή, 30 Μαρτίου 1962

Η κίνησις διά την σύμπηξιν ευρωπαϊκής ομοσπονδίας

Ρώμη. Απρίλιος.— Η νέα ιταλική Κυβέρνησις εδέχθη από πολλάς πλευράς εκκλήσεις, όπως καταστήση πρωταρχικόν θέμα της εξωτερικής της πολιτικής την πολιτικήν πλευράν της ευρωπαϊκής ενότητος. Τούτο συνεπάγεται δύο προβλήματα: Ποίου τύπου πολιτικήν ενότητα θα ηυνόει η ιταλική κοινή γνώμη και ποία μορφή θα ήτο η καταλληλοτέρα διά να προσαρμοσθή εις την περίπτωσιν της εντάξεως της Μ. Βρεταννίας εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας;

Γενικώς παρατηρείται ενταύθα ελαχίστη δυσκολία εις την αποδοχήν ενός «υπερεθνικού» πλαισίου διά την Δ. Ευρώπην. Τούτο φαίνεται να οφείλεται τόσον εις ψυχολογικούς, όσον και εις πρακτικούς λόγους. Το θεμελιώδες πλαίσιον της νοοτροπίας αυτής είναι η πείρα, την οποίαν απεκόμισε η Ιταλία από την βραχείαν εθνικήν υπόστασίν της και τα αποτελέσματα του τελευταίου πολέμου. Ταυτοχρόνως η απόφασις της Μ. Βρεταννίας όπως μετάσχη εις την Κοινήν Ευρωπαϊκήν Αγοράν θεωρείται ενταύθα ως έχουσα μάλλον πολιτικά παρά οικονομικά κίνητρα. Η υπό της Μ. Βρεταννίας ανάληψις υποχρεώσεων έναντι της Ευρώπης πιστεύεται ότι περιέχει πάντως ένα σημαντικόν οικονομικόν στοιχείον. Χωρίς επαρκείς πολιτικούς θεσμούς, η οικονομική κοινοπραξία δεν θα ηδύνατο να επιζήση, π.χ. μιας οικονομικής κρίσεως. Συνεπώς οιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η Συνθήκη της Ρώμης δεν κάμνει λόγον περί πολιτικών ζητημάτων, δεν θα είχε παρά ελάχιστον βάρος.
Η ιδέα της υπερεθνικής κυριαρχίας, όταν εξικνήται εις το έπακρον, οδηγεί προς την διάλυσιν της ομοσπονδίας, το σύνολον όμως της υπερεθνικής σκέψεως είναι επί του παρόντος ολιγώτερον συνεκτικόν. Η κίνησις προς σύμπηξιν ομοσπονδίας εκφράζει την γνώμην ότι η Κυβέρνησις πρέπει να αναλάβη πρωτοβουλίαν διά την προώθησιν των απόψεων αυτών. Διάφοροι παρατηρηταί ισχυρίζονται ότι μόνον η Ιταλία θα ημπορούσε να πράξη τούτο, δεδομένου ότι ο στρατηγός ντε Γκωλλ έχει εκδηλώσει την αντίθεσίν του προς μίαν τοιαύτην άποψιν, λόγω του ότι οι Γερμανοί κωλύονται, συνεπεία της απορροφήσεώς των από το πρόβλημα της ενοποιήσεως της χώρας των. Εν τούτοις δεν υφίσταται καμμία ένδειξις ότι η αρχή της απολύτου ομοσπονδίας πρόκειται να παίξη οιονδήποτε ρόλον εις τα σχέδια της ιταλικής Κυβερνήσεως.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-8
16 Ιανουαρίου 1963. Στιγμιότυπο από τις συζητήσεις των Έξι με τη Βρετανία, για την είσοδό της στην Κοινή Αγορά. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, ο E. Colombo, υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ιταλίας, οι E. Heath και E. Roll, επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας, και ο O. Wormser, γενικός διευθυντής Οικονομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας (AP Photo).

Η κίνησις αυτή διέρχεται ήδη διά μιας φάσεως απογοητεύσεως. Τούτο οφείλεται κυρίως εις την συναίσθησιν του ότι οι πολιτικοί εκείνοι, που από ετών υπεστήριζαν και διακήρυσσαν την αρχήν μιας ηνωμένης Δ. Ευρώπης, εις την πραγματικότηταν εκινήθησαν πολύ αργότερον και κατά τρόπον υπερβολικά εμπειρικόν, παρ’ ό,τι πιστεύουν οι θιασώται της ομοσπονδίας ότι θα έπρεπε να κάμουν. Παρά την γενικήν αποδοχήν της υπερεθνικής αρχής, η κίνησις διά την ομοσπονδίαν, αυτή καθ’ εαυτήν, έχει σήμερον τους θιασώτας της μάλλον μεταξύ των εκπροσώπων της νέας γενιάς, οι οποίοι δεν εδοκίμασαν την σταθεράν απογοήτευσιν, που επέφερεν εις την κίνησιν η τελευταία δεκαετία ή δωδεκαετία.

Το σημαντικώτερον πλήγμα υπήρξεν η αποτυχία της σχεδιαζομένης Κοινοπραξίας Εθνικής Αμύνης (άλλως: του Ευρωπαϊκού Στρατού). Η αποτυχία εκείνη έφερε τον τερματισμόν της πιέσεως διά μίαν σύντονον ενότητα, η οποία εις την Ιταλίαν ήτο ισχυρά κατά τα πρώτα μεταπολεμικά έτη. Έκτοτε, η μη πραγματοποίησις σχετικής «ωθήσεως» εκ μέρους των πολιτικών ηγετών, όπως φανούν ισάξιοι των διατυμπανιζομένων ιδανικών των διά μίαν ηνωμένην Δ. Ευρώπην, κατέστη η κυριωτέρα αιτία ανησυχιών των θιασωτών της ομοσπονδιακής κινήσεως.

Οι νεώτεροι ζηλωταί της κινήσεως ίσως να δημιουργούν ελπίδας, ότι εις το μέλλον ενδέχεται να τονωθή η απαίτησις διά την συγκρότησιν μιας ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως εν Ευρώπη. Εάν διατηρηθούν αι σημεριναί απόψεις εις την σύνθεσιν της σχετικής πολιτικής, μία βραδυτέρα αναζωπύρησις θα έλθη κατά πάσαν πιθανότητα πάρα πολύ αργά, διά να επηρεάση τα πρώτα ιδρυτικά στάδια της πολιτικής ενότητος. Οι εν τη νέα Ιταλική Κυβερνήσει θιασώται της Ευρωπαϊκής Ενότητος ισχυρίζονται ότι, αντί ομοσπονδίας, θα έπρεπε μάλλον να ακολουθηθούν αι γραμμαί τας οποίας εχάραξεν ο στρατηγός ντε Γκωλλ, διά μίαν «συνομοσπονδίαν» κρατών, εις αντιστάθμισμα της συγκαταθέσεως της Γαλλίας διά την ένταξιν της Μ. Βρεταννίας εις την Κοινήν Ευρωπαϊκήν Αγοράν.
Τούτο ισοδυναμεί προς αποδοχήν της απόψεως του στρατηγού ντε Γκωλλ –ή τουλάχιστον ενός σημαντικού ποσοστού αυτής– χωρίς όμως να γίνη αποδεκτή και η πολιτική του ηγεσία. Εις τους κύκλους των επισήμων ρυθμιστών της πολιτικής, τονίζεται ότι η ιδέα της «υπερεθνικής» κυριαρχίας δεν πρέπει να συγχέεται με την ιδέαν της ομοσπονδίας. Ούτε πρέπει να θεωρηθούν αι γενικαί γραμμαί, υπό τας οποίας ατενίζεται η ενότης, ως αντίθετοι ή απαγορευτικαί διά την βρεταννικήν κοινήν γνώμην. Αι ανησυχίαι των θιασωτών της ομοσπονδίας φαίνεται ότι είναι απολύτως δικαιολογημέναι. Οι πολιτικοί είναι πρόθυμοι να περιορίσουν τας αξιώσεις των, εις τρόπον ώστε να προσαρμόζωνται προς τας υφισταμένας συνθήκας –και τα υφιστάμενα συμφέροντα– αντί να προωθήσουν και να τελειοποιήσουν τας επιδιώξεις των διά την συγκρότησιν των Ην. Πολιτειών της Ευρώπης. 

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-9
2 Οκτωβρίου 1963. Ο Γάλλος πρόεδρος Charles De Gaulle με τη Μεγάλη Δούκισσα του Λουξεμβούργου, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής της στο Παρίσι (AP Photo).

Αι τρεις χώραι της Μπενελούξ –Βέλγιον, Ολλανδία και Λουξεμβούργον– είναι εξ ολοκλήρου αφωσιωμέναι εις την ιδέαν της ευρωπαϊκής ενότητος. Οι Ολλανδοί ιδίως επιδιώκουν την πραγματοποίησιν του ιδεώδους μιας ομοσπονδιακής Δ. Ευρώπης με σταθερόν ζήλον. Επίσης οπαδοί της ομοσπονδίας είναι και οι ασκούντες την μεγαλυτέραν επιρροήν πολιτικοί ηγέται του Βελγίου. Εις την χώραν εκείνην όμως η κοινή γνώμη είναι ανεπαρκώς κατατοπισμένη επί του θέματος τούτου και απασχολείται μάλλον με άλλα εσωτερικά ζητήματα. Το Λουξεμβούργον έχει εξ ολοκλήρου αφοσιωθεί εις την ιδέαν της ενότητος διά της πραγματοποιήσεως της Κοινοπραξίας Άνθρακος και Χάλυβος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική αυτή επιδίωξις γίνεται αποδεκτή από όλας τας τάξεις της κοινής γνώμης – από της Καθολικής δεξιάς μέχρι της αντικληρικόφρονος Αριστεράς, καθώς και από όλας τας μορφάς των βιομηχανικών οργανισμών, από των μεγάλων διεθνών εταιριών μέχρι των σοσιαλιστικών συνδικαλιστικών ενώσεων. Η εξαιρετικά αξιοσημείωτος αυτή ομοφωνία εις την επιδίωξιν αυτήν εις τας χώρας της Μπενελούξ δεν είναι απλώς αποτέλεσμα συναισθηματισμού.
Είναι πράγματι περίεργον πώς αι τρεις χώραι του συγκροτήματος της Μπενελούξ δεν εσημείωσαν καμμίαν πρόοδον εις την οδόν της πολιτικής ενότητος. Περιωρίσθησαν εις την συγκρότησιν μιας ισχυράς οικονομικής κοινοπραξίας, μιας βιομηχανικής και τελωνειακής ενώσεως και δεν επέτυχαν να εναρμονίσουν την αγροτικήν των οικονομίαν. Ο μη πολιτικός χαρακτήρ της ενώσεως αυτής ημπορεί ίσως να εξηγηθή εξ ιστορικών λόγων. Αι αναμνήσεις από τον πόλεμον του 1830, κατά τον οποίον το Βέλγιον απεσπάσθη από την Ολλανδίαν, διετηρήθησαν ισχυραί επί σειρά γενεών, εις τρόπον ώστε να αποτελέσουν έναν ψυχολογικόν φραγμόν. Το συναίσθημα αυτό, όσο και αν ευρίσκεται εις υποτυπώδη κατάστασιν, θα εξαλειφθή ασφαλώς, όταν το Βέλγιον και η Ολλανδία θα έχουν ενσωματωθή εις μίαν ευρυτέραν ομοσπονδιακήν οργάνωσιν.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-10
6 Μαΐου 1942. Γερμανοί αλεξιπτωτιστές κοντά στο αεροδρόμιο του Ρότερνταμ (AP Photo). Τα αντιγερμανικά αισθήματα των Ολλανδών τροφοδοτούνταν από όσα είχαν υποφέρει κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η συγκρότησις της Μπενελούξ παρέσχε πάντως την ευκαιρίαν να αποκομισθή μία πολύτιμος πείρα, ως είδος προοιμίου διά την μετέπειτα πραγματοποιηθείσαν Οργάνωσιν Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας και την Κοινήν Αγοράν. Δεδομένου ότι το κόστος παραγωγής και αι εργατικαί αντιμισθίαι εις την Ολλανδίαν ήσαν τα χαμηλότερα σχεδόν ολοκλήρου της Ευρώπης, ενώ αντιθέτως εις το Βέλγιο οι αντιστοιχούσαι αξίαι ήσαν υψηλότεραι, αι δυσχέρειαι που υπερνικήθησαν κατά την συγκρότησις της τελωνειακής ενώσεως μεταξύ των δύο χωρών απέδειξαν ότι η ομοσπονδία είναι κάτι περισσότερον από ένα απλούν «σύνθημα».

Ουσιαστικώς, όμως, η υποστήριξις διά μίαν πολιτικήν ένωσιν βασίζεται σήμερον επί της ειλικρινούς αναγνωρίσεως ότι αι μικραί χώραι ελάχιστην επιρροήν ασκούν εις τον σημερινόν κόσμον και ειδικώτερον ότι διακινδυνεύουν να βρεθούν υπό την κυριαρχίαν των μεγάλων «συνεταίρων» των της Κοινοπραξίας των Εξ. Τόσον εις την Ολλανδίαν, όσον και εις το Βέλγιον υψίσταται μία βαθεία δυσπιστία –εξικνουμένη ενίοτε μέχρις απροκαλύπτου αντιπαθείας– κατά των πολιτικών επιδιώξεων της γκωλλιστικής Γαλλίας. Η γαλλική άποψις της ενότητος της Ευρώπης απορρίπτεται ασυζητητί. Εν ολίγοις, αι χώραι της Μπενελούξ αντιλαμβάνονται ότι το πραγματικόν των συμφέρον έγκειται εις μίαν Ευρώπην, βασιζομένην επί του ΝΑΤΟ διά την άμυνάν της και αποδεχομένην τον υπερεθνικόν έλεγχον και την κατά πλειοψηφίαν ψηφοφορίαν διά την λήψιν των μεγάλων αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομικής δτραστηριότητος.

Η καχυποψία έναντι των γαλλικών επιδιώξεων αντισταθμίζεται από την απειλήν της αυξήσεως της βιομηχανικής δυνάμεως της Γερμανίας. Αι τρεις μικραί χώραι της Μπενελούξ φοβούνται μήπως συνθλιβούν μεταξύ τουν δύο τούτων μεγάλων Δυνάμεων. Επί πλέον, τα αντιγερμανικά αισθήματα των Ολλανδών –που υπέφεραν περισσότερον όλων από την γερμανικήν κατοχήν κατά τον πόλεμον– δεν πρέπει να υποτιμώνται: προκειμένου να εισέλθουν και οι Γερμανοί εις την ευρωπαϊκήν ένωσιν, οι Ολλανδοί δικαίως ζητούν να εξασφαλισθούν διά των εγγυήσεων εκείνων που συνεπάγονται μία στενή πολιτική συνεργασία.

Η υποστήριξις της ομοσπονδιακής ιδεολογίας προέρχεται από οικονομικάς προϋποθέσεις. Η Ολλανδία και το Βέλγιο είναι εμπορικαί χώραι, που δεν έχουν την δυνατότητα επεκτάσεως εντός των ιδίων συνόρων. Αποβλέπουν προς το συγκρότημα των Εξ, ως προς την φυσικήν των οικονομικήν ομάδα και, μάλιστα, πέραν αυτής προς ολόκληρον τον κόσμον. Αι συνδικαλιστικαί οργανώσεις είναι προθυμότεραι από τον κόσμον των μεγάλων επιχειρήσεων εις την υποστήριξιν της οικονομικής ενώσεως. Λαμβάνουν ως αφετηρίαν την αρχήν ότι αι εντός των Κόλπων της Κοινής Αγοράς διαφοραί δεν πρόκειται να εξισωθούν «προς τα κάτω», αλλά πάντοτε «προς τα άνω». Δεν υπάρχουν άλλωστε σοβαραί διαστάσεις γνωμών μεταξύ των πολιτικών κομμάτων –εάν εξαιρέσωμεν ευαρίθμους κομμουνιστάς– εις την ενατένισιν αυτήν της οικονομικής καταστάσεως. Χαιρετίζουν ευχαρίστως τον υπερεθνικόν χαρακτήρα της διοικούσης Επιτροπής των Βρυξελλών και συντελούν εις την ενίσχυσιν της εξουσίας της.

Η Καθημερινή, 3 Απριλίου 1962

Οι πιθανότητες σταθερότητος της Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας

Η Γαλλία, οσονδήποτε και εάν η εσωτερική της πολιτική σκηνή φαίνεται συγκεχυμένη και ταραγμένη, δεν είναι ποτέ τόσον ασταθής όσον φαίνεται. Το συμπέρασμα αυτό προέρχεται από την μελέτην της μακραίωνος ιστορίας της. Η αντοχή και η ανθεκτικότης του χαρακτήρος των Γάλλων προσδίδουν εις τον λαόν αυτόν την απαιτουμένην δύναμιν να υπερνικά τρικυμίας που θα συνεπήγοντο την αναρχίαν εις πολλάς άλλας χώρας.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-11
19 Μαρτίου 1962. Παριζιάνοι διαβάζουν εφημερίδες με βασικό θέμα στα  πρωτοσέλιδα την κατάπαυση του πυρός στην Αλγερία (AP Photo).

Εάν δεν υπήρχε η Αλγερία, κάτι άλλο θα ήταν εκείνο που θα προεκάλει την αναταραχήν. Οι θερμόαιμοι της Δεξιάς, όλαι εκείναι αι τάσεις που δεν διαπνέονται από υγιά δημοκρατικά ιδεώδη, θα ασκούν πάντοτε μίαν ισχυράν επιρροήν εις την Γαλλίαν. Καμμία διευθέτησις του αλγερινού προβλήματος δεν θα κατορθώση να εκριζώση τας δηλητηριώδεις «αναθυμιάσεις» της Δεξιάς.
Μολαταύτα, δεν είναι ανάγκη να τονισθή η προσωπικότης του στρατηγού ντε Γκωλλ ως του μόνου ανθρώπου που ίσταται σταθερός μεταξύ της εννόμου τάξεως και του εμφυλίου πολέμου. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της σημερινής καταστάσεως και της επικρατούσης το 1958 είναι ότι σήμερον ο στρατηγός ντε Γκωλλ είναι σταθερά ενθρονισμένος εις το Ανάκτορον των Ηλυσίων, και κατά πάσαν πιθανότητα έχει σκοπόν να παραμείνη εκεί μέχρι λήξεως της προεδρικής θητείας. Πράγματι, η επταετής θητεία του προέδρου δεν εκπνέει παρά το 1966, όταν ο στρατηγός θα είναι 75 ετών και πολλοί παρατηρηταί τον θεωρούν ως ισόβιον πρόεδρον  της Γαλλικής Δημοκρατίας, εφ’ όσον ασκεί τον έλεγχον επί του προσώπου του διαδόχου του. Εάν αποκλείσωμεν το ενδεχόμενον πραξικοπήματος εκ μέρους του στρατεύματος, με μίαν πολιτικήν προσωπκότηταν ως «προθήκην», αναμένεται γενικώς ότι ένας πολιτικός, και ειδικώτερον ο Αντουάν Πιναί, θα εκλεγή εάν ο στρατηγός ήθελεν αποσυρθή ή δεν θα ήτο πλέον ικανός να ασκήση τα ηγετικά καθήκοντά του. Εις την περίπτωσιν αυτήν ο κομματικός οργανισμός θα ανακτήση την υπεροχήν, της οποίας κατά μέγα μέρος εστερήθη υπό το καθεστώς του στρατηγού ντε Γκωλλ.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-12
28 Απριλίου 1962, Ουάσιγκτον. Στιγμιότυπο από τη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου 
J. F. Kennedy και του Βρετανού πρωθυπουργού Η. MacMillan στον Λευκό Οίκο, με αντικείμενο το σχέδιο της Βρετανίας να ενταχθεί στην Κοινή Αγορά (Getty Images/ Ideal Image).

Τα πρόσφατα γεγονότα εις την Γαλλίαν απέδειξαν ότι το κομμουνιστικόν κόμμα είναι εις θέσιν να αντιδράση αυτομάτως εναντίον πάσης απειλής εκ μέρους της Δεξιάς: ακόμη και όταν η απειλή του ΟΑΣ ευρίσκετο εις το κατακόρυφον, το κομμουνιστικόν κόμμα εκέρδιζεν έδρας εις τοπικάς εκλογάς. Γενικώς όμως το κόμμα χάνει έδαφος, από απόψεως επαναστατικής δυναμικότητος, αφ’ ενός λόγω της βελτιώσεως του βιοτικού επιπέδου της χώρας και αφ’ ετέρου λόγω της συνεχιζομένης διενέξεως μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου.

Εις το εγγύς μέλλον δέον να αναμένεται μία έντασις της συγχύσεως ως επακόλουθον της διευθετήσεως του αλγερινού προβλήματος. Προϊόντος του χρόνου όμως η Γαλλία, εμφορουμένη από πνεύμα διεθνισμού, ρεαλιστικωτέρα και πρόθυμος να υιοθετήση ευρωπαϊκούς θεσμούς φαίνεται περισσότερον έτοιμη, παρά κατά το παρελθόν, εις το να συγκροτή μίαν σταθερωτέραν κυβέρνησιν.
Οι φρόνιμοι και οξυδερκείς Γερμανοί πάσης κοινωνικής τάξεως παραδέχονται ότι η δημοκρατία και ο Κοινοβουλευτισμός εις την Ομοσπονδιακήν Δημοκρατίαν της Δ. Γερμανίας είναι «ευπαθή φυτά», τα οποία χρειάζονται μίαν μακράν περίοδο 10-15 ακόμη ετών, διά να αποκτήσουν στερεάς ρίζας. Παραδέχονται απολύτως ότι μία οικονομική κρίσις ημπορεί να βλάψη κυρίως τα ευπαθή εκείνα φυτά. Συνεπώς η πλήρης απασχόλησις και η οικονομική σταθερότης είναι απαραίτητοι διά την χώραν. Τονίζουν όμως ότι οι έλεγχοι επί της οικονομίας και ο μηχανισμός της διεθνούς οικονομικής συνεργασίας καθιστούν άκρως απίθανον ότι η κατάστασις εις οιανδήποτε εκ των χωρών αυτών θα ημπορέση να διαφύγη τον έλεγχον, όπως συνέβη εις την Γερμανίαν το 1929.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-13
7 Ιουνίου 1962, Νέα Υόρκη. Ο πρίγκιπας Φίλιππος της Βρετανίας και ο πρίγκιπας Μπέρνχαρτ της Ολλανδίας στο Waldorf Astoria Hotel (AP Photo/ Eddie Adams).

Ταυτοχρόνως επικρατή η εντύπωσις ότι εις το εξωτερικόν αποδίδουν πάρα πολύν μεγάλην σημασίαν εις τον δόκτορα Αντενάουερ ως προμάχον της νεαράς Γερμανικής δημοκρατίας, ενώ ο ίδιος συνέβαλεν εις την δημιουργίαν του μύθου αυτού, αντί να ενθαρρύνη την εμπιστοσύνην των ξένων εις τον γερμανικόν λαόν.

Μετά τον Αντενάουερ –και ακριβώς λόγω των αυταρχικών μεθόδων τας οποίας εφαρμόζει– κατ’ ανάγκην θα επικρατήσει κάποια σύγχυσις. Η πολιτική ζωή και οι Γερμανοί πολιτικοί δεν είχαν την ευκαιρίαν, κατά την τελευταίαν δωδεκαετίαν, να εξασκηθούν εις «ημερώτερα νερά», προτού διακινδυνεύσουν εις την «ανοικτήν θάλασσαν». Δεν υπάρχει πάντως λόγος να πιστεύσωμεν ότι η αποχώρησις του δόκτορος Αντενάουερ θα οδηγήση προς μίαν επανεκτίμησιν και αναθεώρησιν των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών βάσεων, επί των οποίων εδράζεται το καθεστώς της Δ. Γερμανίας. Εις το Κοινοβούλιον, τα κόμματα που αντιτίθενται εις οιανδήποτε εκτέλεσιν πολιτικών πειραματισμών και είναι διατεθειμένα να διατηρήσουν τους υπάρχοντας θεσμούς, διαθέτουν την απόλυτον πλειοψηφίαν. Το «οικονομικόν θαύμα», εξ άλλου, εσταθεροποίησε την δύναμιν των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-14
 Το κτίριο της Βουλής των Κοινοτήτων στο Λονδίνο (AP Photo). Η είσοδος της Βρετανίας στην ΕΟΚ θεωρούνταν παράγοντας σταθεροποίησης των κοινοβουλευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη.

Ίσως ένας νέος τύπος Γερμανού πολιτικού να έλθη εις το προσκήνιον κατά το πρότυπον του υπουργού Στράους και του δόκτορος Σραίντερ. Η άμεσος όμως μετάβασις από του δόκτορος Αντενάουερ προς τον δόκτορα  Έρχαρτ θεωρείται βεβαία και δεν αμφισβητείται από κανένα.
Είναι φυσικόν και αναπόφευκτον ότι η νέα γενιά των Γερμανών πολιτικών, εκείνων των οποίων η ηλικία κυμαίνεται από τα 40 μέχρι των 60 ετών –και μαζί με αυτούς η κοινή γνώμη της χώρας– αντιλαμβάνεται κατά τρόπον περισσότερον αισθητόν την στρατιωτικήν και οικονομικήν ισχύν της Γερμανίας. Ο Χίτλερ όμως έδωσε εις τους Γερμανούς ένα μάθημα, που δεν φαίνεται ότι θα λησμονήσουν ευκόλως. Φαίνεται ότι έχει πλέον αποθάνει ο πολιτικός ρομαντισμός, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε προσλάβει επεκτατικάς μορφάς. Οι Γερμανοί επείσθησαν ότι ο πόλεμος εν ουδεμιά περιπτώσει αποδίδει οφέλη. Το ότι η Γερμανία πρόκειται να αντιληφθή καλύτερα το συμφέρον της δεν σημαίνει ότι θα στραφή πάλιν προς τον εθνικισμόν. Η στάσις των ξένων χωρών και ιδίως της Μ. Βρεταννίας αποτελεί πάντως ένα σημαντικόν παράγοντα, ιδίως εις την ανάπτυξιν της νέας γενεάς. Το κακόν που μερικοί πολιτικοί του Εργατικού και του Συντηρητικού κόμματος νομίζουν ότι διαβλέπουν εις την Δ. Γερμανίαν είναι ανύπαρκτον: ίσως όμως να δημιουργηθή, εάν συνεχίσουν να το θεωρούν ως υφιστάμενον, εξ απλής προκαταλήψεως.

Η πολιτική ζωή της Ιταλίας είναι αξιοσημειώτως σταθερά, παρ’ όλον ότι δίδει μερικά δείγματα μελλοντικής ασταθείας. Ένα εκ τούτων είναι ο κίνδυνος μήπως η ταχέως μεταβαλλομένη κοινή γνώμη υπερκεράση τους πολιτικούς. Γενικώς φαίνεται ότι τούτο ελάχιστα προκαλεί την προσοχήν, διότι οι Ιταλοί δεν έχουν «κρατικήν συνείδησιν» και δεν αναμένουν από τους πολιτικούς των τίποτε άλλο, από του να «κάνουν πολιτικήν».

Η ύπαρξις του σημαντικού κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας –του πολυαριθμοτέρου από απόψεως οπαδών των εν τη Δύσει κομμουνιστικών κομμάτων– αποτελεί απειλήν, την οποίαν αι διαδοχικαί ιταλικαί κυβερνήσεις δεν κατώρθωσαν να εξουδετερώσουν. Ο κίνδυνος εκ μέρους της άκρας Δεξιάς είναι απομεμακρυσμένος από πολιτικής απόψεως, αλλά πάντως σημαντική μερίς του πληθυσμού της χώρας διέπεται από το πνεύμα του φασισμού. Τα κεκηρυγμένα ως «δημοκρατικά» κόμματα δεν διαθέτουν περισσοτέρους του ημίσεως ψήφους. Η σημερινή Κυβέρνησις προσεπάθησε να διευρύνη την περιωρισμένην αυτήν δημοκρατικήν βάσιν διά της εισδοχής των σοσιαλιστών του Νέννι εις την Κυβέρνησιν.

Η Δημοκρατία υποστηρίζεται συγχρόνως και περιορίζεται από τας δυνάμεις του στρατού και της Καθολικής Εκκλησίας. Οι Χριστιανοδημοκράται που αποτελούν το μονίμως εν Κυβερνήσει ευρισμόμενον κόμμα, θα έχανον ασφαλώς πολλάς ψήφους, εάν δεν ετύγχανον της υποστηρίξεως της Εκκλησίας, έστω και εάν εκέρδιζαν άλλας από μερίδας του πληθυσμού, που δυσαρέστως βλέπουν την ανάμιξιν της Εκκλησίας εις την πολιτικήν διαμάχην. Εάν η κοινή γνώμη δεν εδείκνυε τόσην αδιαφορίαν διά την διαχείρισιν ωρισμένων πλευρών των δημοσίων υποθέσεων, οι δημοκρατικοί θεσμοί θα υπέκειντο ίσως εις πολύ οξυτέρας επικρίσεις εκ μέρους π.χ. των νεοφασιστών. Ο δημοκρατικός μηχανισμός λειτουργεί βάσει ενός συστήματος ελάγχων και ισορροπιών μάλλον, παρά επί ενός ισχυρού οργανισμού. Με το να στραφή ολίγον προς την αριστεράν κατά τον σχηματισμόν της σημερινής Κυβερνήσεως, το Χριστιανοδημοκρατικόν κόμμα επέδειξε κατανόησιν της αδιαφιλονικήτου αξιώσεως προς νέαν προσαρμογήν εις τας σημερινάς συνθήκας. Οι υποστηρικταί και οπαδοί της Κυβερνήσεως αυτής τείνουν να της αναγνωρίσουν ένα μακροχρόνιον βίον, τόσον ώστε να διαρκέση τουλάχιστον κατά την 12μηνον χρονικήν περίοδον μέχρι των προσεχών βουλευτικών εκλογών.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-15
30 Ιουλίου 1962. Ο Edward Heath στο γραφείο του, έχοντας μπροστά του μια υδρόγειο σφαίρα, μία ημέρα πριν ταξιδέψει στις Βρυξέλλες, με στόχο να αρθεί το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Βρετανίας στην Κοινή Αγορά (Alamy/Visual HellΑs.gr).

Αι χώρες της Μπενελούξ –Ολλανδία, Βέλγιον και Λουξεμβούργον– παρουσιάζουν τας μεγαλυτέρας πολιτικάς αντιθέσεις. Παρ’ όλον ότι διαφέρει ως προς την θρησκείαν, η Ολλανδία είναι μολαταύτα μία συμπαγής, τακτοποιημένη χώρα, που έχει πλήρη συναίσθηση των παλαιών της παραδόσεων. Το Βέλγιον, κατά πλειοψηφίαν Καθολικού δόγματος, δεν έχει ακόμη επιτύχει την εθνικήν ενότητά του διά της γεφυρώσεως του χάσματος που χωρίζει τους Φλαμανδούς από τους Βαλλώνους. Το Λουξεμβούργον, παρά την μικράν του έκτασιν, αισθάνεται υπερηφάνειαν, διότι διαδραματίζει ένα τόσο σημαντικόν ρόλον εις την Ευρωπαϊκήν Κοινοπραξίαν.

Το Βέλγιον συνεχώς αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, εξ αιτίας της εσωτερικής διαιρέσεως του πληθυσμού. Οι υπεύθυνοι κυβερνητικοί κύκλοι, καθώς και παράγοντες εκ του κόσμου των επιχειρήσεων, πρέπει να στηρίζωνται επί μιας συμβατικής εννοίας ενότητος, της οποίας ουσιαστικώς στερείται η χώρα. Η πολιτική του πλειοψηφούντος Χριστιανοσοσιαλιστικού (Καθολικού) κόμματος υποστηρίζει την ανάγκην μιας μορφωτικής αυτονομίας εντός του εθνικού κράτους. Το Σοσιαλιστικόν κόμμα, το οποίον μετέχει σήμερον εις την Κυβέρνησιν συνασπισμού, είναι σφορώς αντικληρικόφρον, η δύναμίς του εξασθενεί όμως συνεπεία των αποσχιστικών τάσεων των Βαλλώνων.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-16
28 Ιανουαρίου 1963, Βρυξέλλες. Ο Edgar Pisani (αριστερά), υπουργός Γεωργίας της Γαλλίας, ανταλλάσσει χειραψία με τον υπουργό Εξωτερικών της Ο. Δ. Γερμανίας, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για την είσοδο της Βρετανίας στην Κοινή Αγορά. Ανάμεσά τους ο Δυτικογερμανός υπουργός Επικρατείας Rolf Lahr (AP Photo).

Αφ’ ετέρου αι τελευταίαι Κυβερνήσεις επέτυχαν να ενθαρρύνου την ανάπτυξιν νέων βιομηχανιών και εάν η οικονομία της χώρας εξακολουθή να ευημερή, ίσως να μειωθούν βαθμηδόν αι αποσχιστικαί τάσεις.

Το «κλειδί» της ολλανδικής πολιτικής είναι η θρησκεία: Το Καθολικόν κόμμα, το οποίον ήδη μετέχει του συνασπισμού των άλλων προτεσταντικών κομμάτων, διαθέτει το ένα τρίτον περίπου του συνόλου των ψήφων και προσελκύει τον κύριον όγκον των εργατικών πληθυσμών των νοτίων περιοχών της χώρας, που άλλως ενδέχεται να εψήφιζαν υπέρ των σοσιαλιστών. Το Σοσιαλιστικόν κόμμα, που ευρίσκεται εις την παράταξιν της Αντιπολιτεύσεως, είναι πολύ συντηρητικόν. Αποκλείονται συνεπώς μεγάλαι διαφοραί εις τας ψηφοφορίας και εάν μετά τας εκλογάς του προσεχούς έτους οι σοσιαλισταί επανέλθουν εις την ηγεσίαν ή μετάσχουν εις Κυβέρνησιν συνασπισμού, η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν πρόκειται να μεταβληθή.

Η Καθημερινή, 7 Απριλίου 1962

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-17
25 Μαρτίου 1962. Ο Πάπας Ιωάννης XXIII έξω από την καναδική εκκλησία στη Ρώμη (AP Photo/Mario Torrisi).

Ευνοϊκή συμβολή η Βρεταννική συμμετοχή;

Παρίσιοι. Απρίλιος.— Όταν οι Γάλλοι ομιλούν περί πολιτικής ενώσεως της Ευρώπης, το θεωρούν ως δεδομένον ότι θα υπάρξη κάποιος δεσμός με την Βόρειον Αμερικήν. Ο Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών κ. Κουβ ντε Μυρβίλ έθεσε το ζήτημα ως εξής:

«Ο αντικειμενικός μας σκοπός είναι κατά πρώτον και κύριον λόγον πολιτικός. Επιδιώκομεν να συστήσωμεν μίαν πολιτικήν ένωσιν. Η τελωνειακή ένωσις, η κοινή οικονομία, είναι μέσα προς επίτευξιν του σκοπού αυτού… Η Δ. Ευρώπη ηνωμένη και συνδεδεμένη δι’ ισχυρών δεσμών με τας Ην. Πολιτείας, θα καταστή ένα εκ των ουσιωδεστέρων στοιχείων του ελεύθερου κόσμου: με την Αμερικήν θα υπάρχη πλήρης εγγύησις επιβιώσεως».

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-18
14 Οκτωβρίου 1962, Βρυξέλλες. Αντιδιαδήλωση Βαλόνων, που χλευάζουν τους Φλαμανδούς οι οποίοι έφτασαν στη βελγική πρωτεύουσα για να διαμαρτυρηθούν για όσα υφίστανται από τους γαλλόφωνους Βαλόνους (AP Photo).

Κυρίως από της απόψεως αυτής, διά τον ψυχολογικόν της αντίκτυπον επί των Ην. Πολιτειών οι Γάλλοι πολιτικοί ηγέται θεωρούν την είσοδον της Βρεταννίας εις την Κοινήν Αγοράν ως λίαν επιθυμητήν. Θεωρούν ότι η Μ. Βρεταννία όχι μόνον θα παρείχε την εγγύησιν μας σταθεράς κοινωνίας και θα επηύξανε την εμπιστοσύνην εις το πολιτικόν μέλλον, αλλά και ότι επιπλέον η είσοδός της θα διέλυε τας αντιλήψεις περί της Ευρώπης, ως μιας τρίτης Δυνάμεως, τας οποίας διατυπώνει εκάστοτε ο ντε Γκωλλ.

Όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα ευνοούν την ένταξιν της Μ. Βρεταννίας, μολονότι ηκούετο άλλοτε η γνώμη ότι η Μ. Βρεταννία θα κυριαρχούσεν εις μίαν τοιαύτην ένωσιν και διά τον λόγον αυτόν δεν θα ήτο ευχάριστος εις τον ντε Γκωλλ. Αλλ’ η γνώμη αυτή εγκατελείφθη και τώρα διατυπώνεται η άποψις ότι η ένταξίς της θα συνετέλη εις το να παραμερισθή κάθε συζήτησις περί του ποίος είναι ο υπ. αριθ. 1 εις την Ευρώπην – τοιαύτα ζητήματα δεν θα ετίθεντο καν εις το μέλλον.

Η ειρωνεία είναι ότι η υπό των Γάλλων αποδοχή της εντάξεως της Αγγλίας θα πρέπει να είναι μάλλον προθυμοτέρα, καθ’ όσον η αντίληψις του ντε Γκωλλ περί μιας χαλαράς κοινοπραξίας κυρίαρχων κρατών θα ήτο πιθανότερον να έχει την βρεταννικήν υποστήριξιν έναντι των σχεδίων περί στενωτέρας συνενώσεως.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-19
17 Μαΐου 1960, Παρίσι. Ο Γάλλος πρόεδρος Charles de Gaulle (αριστερά), ο Βρετανός πρωθυπουργός Harold MacMillan (κέντρο) και ο Αμερικανός πρόεδρος Dwight D. Eisenhower, κατά τη διάρκεια συζητήσεων για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (AP Photo).

Μέχρι στιγμής αι πλείσται των διατυπωθεισών περί πολιτικής ενώσεως σκέψεων είναι σχεδόν αποκλειστικώς γαλλικαί – πράγμα που μαρτυρεί ότι μια νέα γενεά Γάλλων διπλωματών, προικισμένη με δυνατότητας ανωτέρας του μέσου επιπέδου των Ευρωπαίων διπλωματών, αποβλέπει εις μίαν στενήν συνεργασίαν με τους Βρετανούς ιθύνοντας. Εάν η Μ. Βρεταννία ενταχθή θα τεθή τέρμα εις το ερώτημα: «Πού βαδίζομεν;» Έστω και αν η Κοινή Αγορά δεν είναι πολιτική ένωσις, η Ευρώπη θα ηδύνατο να συνεργασθή με την Αμερικήν επί των παγκοσμίων προβλημάτων. 

Εμφορούμενοι από την πεποίθησιν ότι η Ευρώπη πρέπει να ενωθή και μάλιστα όσο το δυνατόν πληρέστερον, οι Δ. Γερμανοί αναγνωρίζουν πλήρως την ανάγκην της εντάξεως της Μ. Βρεταννίας. Και έχουν πλήρη συνείδηση των ευεργετημάτων που θα απέρρεαν εκ του γεγονότος αυτού.
Μέχρι προ δύο περίπου ετών, η γερμανική κοινή γνώμη ετέλη υπό την επιρροήν των αντιλήψεων του Μάουντλιγκ περί Ευρώπης. Πολλοί Γερμανοί πολιτικοί, μολονότι κάθε άλλο παρά αντιβρεταννοί, διημφεσβήτουν την ειλικρίνειαν των βρεταννικών προθέσεων και εφοβούντο ότι η είσοδος της Μ. Βρεταννίας εις την Κοινήν Αγοράν θα εξησθένιζε υλικώς αυτήν και θα επεβράδυνε την πρόοδον προς την ευρωπαϊκήν ενότητα. Αι δηλώσεις του κ. Χηθ εις τας Βρυξέλλας, το παρελθόν θέρος, διεσκέδασαν πολλούς από τους φόβους αυτούς. Τώρα ακόμη και οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ενώσεως αναγνωρίζουν την ανάγκην της εντάξεως της Μ. Βρεταννίας καθώς και άλλων χωρών. Και το ευρύ γερμανικόν κοινόν έχει πεισθή πλήρως περί τούτου.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-20
25 Μαρτίου 1957, Ρώμη. Ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου Joseph Bech, δεύτερος από αριστερά, υπογράφει τη συμφωνία για την ίδρυση της Κοινής Αγοράς και της Ευρατόμ. Δίπλα του ο υφυπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου Albert Schaus και δεξιά ο Ολλανδός υπουργός Εξωτερικών Joseph Luns (AP Photo).

Εις την Γερμανίαν υφίσταται διάχυτον το συναίσθημα του θαυμασμού –έστω και εάν όχι της τατανοήσεως– της βρετανικής πολιτικής και του κοινού νου, του ρεαλισμού και της κοινοβουλευτικής παραδόσεως, που την διαπνέουν. Επικρατεί η εντύπωσις ότι θα ήτο ευεργετικόν εάν οι θετικοί αυτοί παράγοντες ημπορούσαν να τεθούν εις την υπηρεσίαν της ευρωπαϊκής ενότητος, καθ’ ότι θα είχαν μίαν σταθεράν επιρροήν και σημαντικήν εκπολιτιστικήν δύναμιν.

Μία Ευρώπη της οποίας μέλος θα ήτο και η Μεγ. Βρεταννία θα ήτο περισσότερον ευπροσάρμοστος, υπό την έννοιαν ότι δεν θα ήτο τόσον «κλεισμένη εις τον εαυτόν της», τόσον «απομονωτική». Οι ορίζοντές της θα διηυρήνοντο αυτομάτως. Η ζωτικότητς της βρεταννικής κοινοβουλευτικής παραδόσεως θα εξησφάλιζε την ήτταν της ντεγκωλλικής απόψεως διά την υπεροχήν του Εκτελεστικού. Θα εισήγε νέαν ζωήν εις το Ευρωπαϊκόν Κοινοβούλιον και θα του παρείχεν ουσιαστικήν δύναμιν και εξουσίαν, δεδομένου ότι με βρεταννικά μέλη θα καθίστατο αποτελεσματικός ο έλεγχος επί της Εκτελεστικής εξουσίας, συμφώνως με τας υπό του βρεταννικού Κοινοβουλίου καθορισθείσας γραμμάς.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-21
16 Φεβρουαρίου 1962, Βερολίνο, Γαλλική Έκθεση Γεωργίας με θέμα την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά: ο S. L. Mansholt, αντιπρόεδρος της EOK, o H. Lubke, πρόεδρος της Ο. Δ. Γερμανίας, o W. Brandt, δήμαρχος του Βερολίνου, και άλλα στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης σε μια κίνηση που συμβολίζει το άνοιγμα των αγορών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (Photo by Keystone-France/Gamma-Keystone via Getty Images).

Η συμμετοχή της Μεγ. Βρεταννίας θα επετύγχανεν επίσης την μετατόπισιν του κέντρου του βάρους εις μίαν Ηνωμένην Ευρώπην. Άπαξ ενετάσσετο η Μ. Βρεταννία, η Γερμανία θα ημπορούσε να εκφύγη των δυσχερειών τας οποίας αναποφεύκτως δημιουργεί ο αποκλειστικός διάλογος Παρισίων-Βόννης. 

Ούτω, αντί να παρασυρθή η Μεγάλη Βρεταννία εις μίαν δίνην αβεβαιότητος, αντιθέτως, καθισταμένη μέλος της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς με όλα τα πολιτικά επακόλουθα, θα επιφέρη την ενίσχυσιν των κοινοβουλευτικών δυνάμεων εις την ηπειρωτικήν Ευρώπην.

Συμφώνως προς τας απόψεις των επισήμων ιταλικών κύκλων, η βρεταννική εισδοχή εις την Κοινήν Αγοράν κρίνεται υπό το διπλούν πρίσμα, του ποίαν ωφέλειαν θα αποκομίση η Ιταλία και ποίαν η Ευρώπη γενικώς. Η διάκρισις αυτή γίνεται απολύτως ενσυνειδήτως: εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις, ο βρεταννικός ρόλος διαφαίνεται ενεργητικός και αποτελεσματικός. Όλα τα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας, από τους ηγέτας των σοσιαλιστών μέχρι των φιλελευθέρων της Δεξιάς ομιλούν περί της βρεταννικής εμπειρίας εις την εφαρμογήν των δημοκρατικών αρχών και θεσμών ως ανεκτιμήτου συμβολής διά την Ευρώπην. Επί των ειδικών εσωτερικών προβλημάτων της χώρας, η επέκτασις του πλαισίου της Κοινής Αγοράς προς την κατεύθυνσιν της Μ. Βρεταννίας θεωρείται ως ένας από τους αποτελεσματικοτέρους τρόπους αντιμετωπίσεως τόσον του κομμουνισμού όσον και του κληρικαλισμού. Πιστεύεται ότι τα προβλήματα αυτά είτε θα εξαφανιστούν μέσα εις το γενικόν πλαίσιον ή θα προσλάβουν διαστάσεις απλών τοπικών προβλημάτων. Οι Ιταλοί κομμουνισταί θα περιορισθούν τότε εις τα πλαίσια που είχαν οι Ιρλανδοί αυτονομισταί διά την Μεγάλην Βρεταννίαν.
Πρόκειται πάντως περί μιας εκτεταμένης περιοχής, εις την οποίαν συναντώνται τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών. Οι Ιταλοί δεν έχουν καμίαν όρεξιν να εμπλακούν εις μίαν στενώς περιγεγραμμένην Ευρώπην εις την οποίαν θα κυριαρχούν πολιτικώς οι Γάλλοι και οι Γερμανοί.

Τονίζεται εν προκειμένω χαρακτηριστικώς ότι η Ιταλία και η Μεγ. Βρεταννία θα αποτελούν το ήμισυ του συνόλου των μελών της Κοινής Αγοράς. Επίσης επικρατεί η εντύπωσις ότι Βρεταννοί και Ιταλοί έχουν μίαν κοινήν αντίληψιν ως προς την πολιτικήν: διά την μεγαλυτέραν μερίδα της κοινής γνώμης, η εισοχή της Βρεταννίας θα αποτελέση μίαν ευπρόσδεκτον ισορροπίαν, με ελαφράν κλίσιν προς την αριστεράν, κατά του εκδήλου δεξιού ρεύματος, που επικρατεί σήμερον εις την Δ. Ευρώπην.

Επίσης ευνοϊκή είναι η γνώμη των χωρών της Μπενελούξ διά την όσω το δυνατόν ταχυτέραν ένταξιν της Μεγ. Βρεταννίας εις την Κοινήν Αγοράν. Ο αντικειμενικός αυτός σκοπός, τον οποίον αι χώραι αυταί φαίνονται ειλικρινώς να επιδιώκουν, προέρχεται ευλόγως από την κοινήν στάστιν των κρατών αυτών έναντι του θέματος της πολιτικής ενότητος. Εις το Βέλγιον –το οποίον θεωρεί από τούδε τας Βρυξέλλας ως το «σταυροδρόμι» της Νέας Ευρώπης– αποβλέπουν περισσότερον εις την διατήρησιν του χαρακτήρος των συνθηκών που θα ρυθμίζουν τα ζητήματα των ευρωπαϊκών κοινοπραξιών και θα διατηρούν τον ρυθμόν της μελλοντικής ενώσεως. Η Ολλανδία, η οποία διαπνέεται από πνεύμα ολιγώτερον «ηπειρωτικό», εμφορείται από φιλοβρεταννικόν πνεύμα τόσον ισχυρόν, ώστε η Εθνοσυνέλευσις θα ήτο πρόθυμος να δεχθή την ένταξιν της Μ. Βρεταννίας μεταξύ των «Εξ» σχεδόν υπό οιουσδήποτε όρους, διά να επιτευχθή ούτως η απαραίτητος ώθησις προς μίαν ευρυτέραν ευρωπαϊκήν ενοποίησιν.

Προς μίαν Ηνωμένην Ευρώπην – Η δύναμις του ομοσπονδιακού πνεύματος-22
8 Αυγούστου 1961. Σκεπτικοί βουλευτές στη βεράντα της Βουλής των Κοινοτήτων μετά τη δήλωση του Βρετανού πρωθυπουργού Harold MacMillan περί ενδεχόμενης εισόδου της χώρας στην Κοινή Αγορά (Alamy/Visual HellAs.gr).

Δεν είναι δύσκολον να εξηγήση κανείς τους λόγους διά τους οποίους αι χώραι της Μπενελούξ δεικνύονται τόσον φιλοβρεταννικαί: Εν πρώτοις, η ισορροπία των δυνάμεων εντός της Κοινής Αγοράς θα μετατοπισθή αποφασιστικώς. Φαίνεται να αποτελή άρθρον πίστεως ότι και μόνη η παρουσία της Μεγ. Βρεταννίας θα εξασφαλίση μίαν δικαίαν κατανομήν επιρροής και συνεπώς εξασφαλίσεως των αδυνάτων μελών της κοινοπραξίας. Το Βέλγιον, που σπαράσσεται από τον γλωσσικόν ανταγωνισμόν των δύο εθνικών μερίδων του πληθυσμού του και τους συμπαρομαρτούντας κινδύνους πολιτικής διαιρέσεως, διαβλέπει ένα πρόσθετον πλεονέκτημα εις την σταθερότητα των βρεταννικών θεσμών. […]

Δεύτερον, η συμμετοχή της Μεγ. Βρεταννίας, συναλλασσομένης με τας χώρας της Βρεταννικής Κοινοπολιτείας, θα αποφέρη αναποφεύκτως την διεύρυνσιν των περιοχών και θα ενισχύση το εμπόριον με τας υπερποντίους χώρας.

Όθεν γίνεται απολύτως αντιληπτόν ότι αι ανησυχίαι των Βρεταννών ως προς την εθνικήν κυριαρχίαν και ανεξαρτησίαν των μελών της Κοινής Αγοράς θα ευνοήσουν την σύμπηξιν μιας χαλαρωτέρας συμμαχίας μεταξύ των χωρών αυτών, κατά πρότυπον εκείνης την οποίαν οραματίζεται ο στρατηγός ντε Γκωλλ. Οι ηγέται των διαφόρων πολιτικών κομμάτων αρκούνται να αφίνουν την ομοσπονδιακήν κίνησιν να εξελίσσεται φυσιολογικώς χωρίς να καθορίζουν την ακριβή μορφήν της, εν όσω η Μ. Βρεταννία θα ευρίσκεται μαζί των. Ισχυρίζονται ότι είναι προτιμότερον να αφεθούν οι Βρεταννοί να προσαρμόσουν το αισθητήριόν των ως μέλη της κοινοπραξίας και τότε θα ατενίζουν τα πολιτικά ζητήματα κατά τρόπον εντελώς νέον.  

Η Καθημερινή, 10 Απριλίου 1962

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Σχόλια Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Εγγραφή Συνδρομή Έχετε ήδη εγγραφεί; Συνδεθείτε
MHT